Ἀχαικάς

Ἀχαικάς
Ἀχαϊκά̱ς , Ἀχαϊκός
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεκκλέπτω — Α 1. συνεργώ σε κλοπή («σὲ δ ἐπὶ ναῡς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα», Ευρ.) 2. φρ. «συνεκκλέπτω γάμους» βοηθώ στην απόκρυψη τών γάμων (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκλέπτω «κλέβω και παίρνω μακριά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”